- καινόγραφος
- καινόγραφος, -ον (Α)πιθ. γρφ. αντί καινογραφής*.[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -γραφος (< γράφω), πρβλ. ά-γραφος, νεό-γραφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καινογράφος — καινογράφος, ὁ (Α) πάπ. αυτός που γράφει με νέο τρόπο, με νέο ύφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + γράφος (< γράφω), πρβλ. πεζο γράφος, χρονικο γράφος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική σημασία (πρβλ. καινόγραφος)] … Dictionary of Greek
καινογράφου — καινόγραφος written in a new style masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινός — ή, ό (AM καινός, ή, όν) αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται για πρώτη φορά, νέος, καινούργιος («θυτῆρα καινῷ καινὸν ἐν πεπλώματι», Σοφ.) 2. φρ. «Καινή Διαθήκη» (σε αντιδιαστολή με την Παλαιά Διαθήκη) το βιβλίο που περιέχει τα ιερά βιβλία τής… … Dictionary of Greek
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
καινογραφώ — καινογραφῶ, έω (Μ) [καινογράφος] γράφω νέα, καινούργια πράγματα … Dictionary of Greek